- γόμῳ
- γόμοςship's freightmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γομώ — βλ. γομώνω … Dictionary of Greek
ожененьѥ — ОЖЕНЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. оженити: и прошю токмо ѿ тебе по ожененьи въздержатисѧ. егда е(с) постъ и мл҃тва. (ἐν τῷ γομῳ) ГБ к. XIV, 32г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γομώζω — (Μ) 1. γεμίζω, είμαι γεμάτος από κάτι 2. συμπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γομώ με επίδραση τού γεμώζω] … Dictionary of Greek
γομώνω — (AM γομῶ, όω) [γόμος] 1. γεμίζω 2. φορτώνω … Dictionary of Greek
γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… … Dictionary of Greek
λιθογόμωση — η το γέμισμα με χώματα και πέτρες τών κενών που δημιουργούνται στα ορυχεία από την εξόρυξη μεταλλεύματος, αλλ. μπάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γόμωση (< γομῶ «γεμίζω»)] … Dictionary of Greek